- ὑπερβατήριος
- ὑπερ-βατήριος, zum Übergange gehörig; ὑπερβατήρια ϑύειν, sc. ἱερά, Opfer beim Übergange über einen Fluß od. Berg darbringen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υπερβατήριος — ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπέρβαση, σε διάβαση 2. (σχετικά με θυσία) αυτός που γίνεται για την υπέρβαση, για τη διάβαση («τὰ ὑπερβατήρια θύειν», Πολύαιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβαίνω (πρβλ. ὑπέρβασις) + κατάλ. τήριος (πρβλ. ἐμ βα… … Dictionary of Greek
ὑπερβατήρια — ὑπερβατήριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)